- ἀκατίου
- ἀκάτιονlight boatneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατίτης — ο 1. καθένας από τους ναύτες που επανδρώνουν μιαν άκατο 2. ο θωρακίτης τής κεραίας τού ακατίου ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκατος + κατάλ. ίτης απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου le chaloupier] … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
μούρα — (I) η ξύλινη ή σιδερένια δοκός η οποία προβάλλει έξω από τις πλευρές τού πλοίου και χρησιμεύει για τη διάβαση και ένταση τών προπόδων τού ακάτιου ιστού. (II) και αμούρα, η ο καρπός τής μουριάς, το μούρο … Dictionary of Greek
περίαμμα — τὸ, ΝΜΑ [περιάπτω] περίαπτο, φυλαχτό («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῡ θεοῡ, καὶ περίαμμα ποιεῑν», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «περίαμμα προβόλου» ναυτ. ο από συρματόσχοινο ή αλυσίδα τροπός, δηλαδή δακτύλιος, που περιβάλλει … Dictionary of Greek
προτονίδα — η, Ν ναυτ. χαμηλό προΐστιο ιστιοφόρου, το οποίο χαρακτηρίζεται ανάλογα με τη θέση του («προτονίδα τού ακάτιου ιστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + κατάλ. ίδα (πρβλ. δεσμ ίδα). Η λ. μαρτυρείται από τό 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
πρωραίος — α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στην πρώρα ή αυτός που βρίσκεται προς την πλευρά τής πλώρης, πλωριός («πρωραίο ιστίο») 2. φρ. «πρωραίο πέτασμα» το σύνολο τών ιστίων τού προβόλου και τού ακατίου ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρώρα + κατάλ. ιος. Η λ.… … Dictionary of Greek
συπάριο(ν) — το, Ν [σίπαρος] ναυτ.) το ψηλότερο πανί τού ακάτιου ιστού τών δίστηλων και τρίστηλων ιστιοφόρων πλοίων, κν. πλωριός κούντρος ή πλωριός κοντραπαπαφίγγος … Dictionary of Greek
τουρκέτο — το, Ν ναυτ. κοινή ονομασία τού ακάτιου ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων … Dictionary of Greek
φωσώνιο — Bλ. λ. γολέτα. * * * και φωσσώνιο, το / φωσσώνιον ἡ φωσώνιον, ΝΑ [φώσσων / φώσων] νεοελλ. ναυτ. το πάνω από το δολώνιο τετράγωνο ιστίο τού ακάτιου ιστού, κν. πλωριός παπαφίγκος αρχ. λινό προσόψιο ή πετσέτα μπάνιου … Dictionary of Greek